- ενδοκάρδιο
- Ορώδης, λεπτός υμένας που καλύπτει την καρδιά εσωτερικά. Αποτελεί συνέχεια του εσωτερικού χιτώνα των φλεβών, καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των κόλπων, των κολποκοιλιακών βαλβίδων και επανέρχεται στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών. Επιφανειακά αποτελείται από μια ενδοθηλιακή στιβάδα, ενώ βαθύτερα από συνδετικό ελαστικό υμένα. Η φλεγμονή του ονομάζεται ενδοκαρδίτιδα (βλ. λ.).
* * *τολεπτός υμένας που επενδύει εσωτερικά τους κόλπους και τις κοιλίες τής καρδιάς.
Dictionary of Greek. 2013.